ἀγαπητός

ἀγαπητός
-ή,-όν + A 3-1-7-6-7=24 Gn 22,2.12.16; JgsA 11,34; Is 5,1
desirable, amiable Ps 83(84),2; beloved Gn 22,2
καὶ οὐκ ἔστιν ἀγαπητὸν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν it (abomination) is not loved by those who fear it, those who fear (abomination) do not love it Sir 15,13
*Ps 67(68),13 τοῦ ἀγαπητοῦ the beloved-ידד for MT ידדון נדד they flee
Cf. ENGEL 1985, 132-133; HARL 1986a, 192-193; HORSLEY 1987, 254-255; PAESLACK 1954, 51-142;
SOUTER 1926, 59-60; SWINN 1990, 81; TURNER 1926, 113-129; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀγαπητός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπητός — that wherewith one must be content masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαπητός — (agapetes).Γένος θάμνων των Ιμαλαΐων και της Αυστραλίας. Ανήκει στην οικογένεια των ερεικιδών. Τα είδη του γένους αυτού ευδοκιμούν κυρίως σε δασικές εκτάσεις με πλούσιο χούμο, σε υψόμετρο 1.000 έως 2.000 μ. Τα φύλλα τους είναι οδοντωτά με μικρό… …   Dictionary of Greek

  • αγαπητός — ή, ό άξιος για αγάπη, προσφιλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαπητά — ἀγαπητός that wherewith one must be content neut nom/voc/acc pl ἀγαπητά̱ , ἀγαπητός that wherewith one must be content fem nom/voc/acc dual ἀγαπητά̱ , ἀγαπητός that wherewith one must be content fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπητῶν — ἀγαπητός that wherewith one must be content fem gen pl ἀγαπητός that wherewith one must be content masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπητόν — ἀγαπητός that wherewith one must be content masc acc sg ἀγαπητός that wherewith one must be content neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπητότατον — ἀγαπητός that wherewith one must be content masc acc superl sg ἀγαπητός that wherewith one must be content neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανακάρης, -ισσα, -ικο — αγαπητός, χαϊδεμένος, μοναχογιός: Τον έχουν κανακάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαπηταῖς — ἀγαπητός that wherewith one must be content fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπηταί — ἀγαπητός that wherewith one must be content fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”